- ξυλώροφον
- ξῠλ-ώροφον, τό,A wooden roof, ib.12(3).1102 ([place name] Melos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλώροφον — ξυλόροφον, τὸ (Α) ξύλινη οροφή, ξύλινη στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ὄροφος. Το ω τού τ. (αντί ξυλόροφον) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek